- ενδομητρίωση
- Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι συνηθέστερες εντοπίσεις είναι οι σάλπιγγες, η ουροδόχος κύστη, οι σύνδεσμοι της μήτρας και οι ωοθήκες (σοκολατοειδής κύστη). Το ενδομήτριο των περιοχών ε. υφίσταται κυκλικές αλλαγές, ανάλογα με τη φάση του ωοθηκικού – εμμηνορρυσιακού κύκλου και όταν υπεραιμεί ή αιμορραγεί δίνει συμπτώματα έντονου πυελικού πόνου και δυσφορίας στην ασθενή. Συνοδεύεται σχεδόν πάντα από δυσμηνόρροια και συχνά από προβλήματα υπογονιμότητας. Για την οριστική διάγνωση απαιτείται λαπαροσκόπηση και βιοψία. Η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι φαρμακευτική και σε ορισμένες περιπτώσεις χειρουργική.
* * *ηνόσος σκοτεινής παθογονίας που εμφανίζεται στη γυναίκα κατά τη γεννητική περίοδο τής ζωής της και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη ενδομητριωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.